- ἀποστέλλονται
- ἀποστέλλωsend offpres ind mp 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τηλέφωνο — Το σύνολο των συσκευών και διατάξεων που απαιτούνται για την πραγματοποίηση μιας τηλεπικοινωνίας, κατά την οποία μεταβιβάζεται η ομιλία. Ένα τηλεφωνικό σύστημα αποτελείται βασικά από ένα μικρόφωνο, από ένα μέσο σύνδεσης, από ένα ακουστικό και από … Dictionary of Greek
τηλεόραση — Μεταβίβαση σε απόσταση, μέσω καλώδιου ή ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, και λήψη εικόνων. Η λειτουργία της τ. στηρίζεται σε ένα φυσικό φαινόμενο, που επιτρέπει τη μετατροπή των εικόνων σε ιδιαίτερη ηλεκτρική τάση. Ο σχηματισμός μιας ασπρόμαυρης… … Dictionary of Greek
μετάδοση δεδομένων — Πρόκειται για τη ψηφιακή μ.δ. από μια συσκευή πομπό σε μια συσκευή δέκτη. Η ταχύτητα και η αξιοπιστία μετάδοσης ενός σήματος εξαρτώνται από πολλούς παράγοντες, με βασικότερο τον τρόπο μετάδοσης. Οι τρόποι μετάδοσης ενός σήματος είναι η σειριακή… … Dictionary of Greek
αγοραπωλησία — Η πράξη της αγοράς και της πώλησης. Υπάρχουν πολλών ειδών α., αλλά οι πιο αντιπροσωπευτικές του όρου είναι εκείνες που γίνονται στα χρηματιστήρια. Οι κυριότερες είναι: η α. με προθεσμία, η α. επί δώρω, η α. τοις μετρητοίς και η α. σταθερά. Η… … Dictionary of Greek
κυανόκρανος — η, ο συν. στον πληθ. οι κυανόκρανοι αυτοί που φέρουν κυανά κράνη, προσωνυμία που αποδίδεται διεθνώς στις ειρηνευτικές δυνάμεις τού ΟΗΕ οι οποίες αποστέλλονται σε διάφορες νευραλγικές περιοχές τού κόσμου, κυρίως για την παρακολούθηση τής εφαρμογής … Dictionary of Greek
νηματουργία — Οι διαδοχικές αναγκαίες επεξεργασίες που υφίστανται οι νιφάδες ινών (δηλαδή ίνες περιορισμένου μήκους, το πολύ 200 250 χιλιοστά) για να μετατραπούν σε ελαστικά και ανθεκτικά νήματα. Το νήμα μπορεί να θεωρηθεί ως κυλινδρικό σύμπλεγμα ινών με… … Dictionary of Greek
πρίσμα — I Στη γεωμετρία ονομάζεται έτσι κάθε στερεό, που περιορίζεται από τμήματα επιπέδων (έδρες) τέτοια, ώστε δύο από αυτά να είναι πολύγωνα ίσα μεταξύ τους, με τα επίπεδά τους παράλληλα (βάσεις) και τα άλλα παραλληλόγραμμα (παράπλευρες έδρες). Οι… … Dictionary of Greek
ραδιοπηγή — (Αστρον.). Περιοχή του ουρανού, από την οποία αποστέλλονται ραδιοκύματα. Περιοχές του είδους έχουν επισημανθεί με τα ραδιοτηλεσκόπια κατά χιλιάδες στον ουρανό. Οι περισσότερες ρ. εκπέμπουν στα 21,2 εκ. μήκους κύματος, μήκος με το οποίο… … Dictionary of Greek
στερεοφωνία — Τεχνική λήψης, εγγραφής και αναπαραγωγής του ήχου, που αποβλέπει να δώσει στον ακροατή την αίσθηση της κατανομής στο χώρο των αρχικών ηχητικών πηγών. Η σ. βασίζεται επί της αρχής του εντοπισμού της ηχογόνου πηγής, δηλαδή επί του φαινόμενου της… … Dictionary of Greek
τηλέμετρο — Όργανο για τη μέτρηση της απόστασης ενός σημείου μη προσιτού απευθείας από τον τόπο της παρατήρησης. Τα τ. χρησιμοποιούνται γενικά για μετρήσεις αποστάσεων αρκετών χιλιομέτρων και σε ιδιαίτερες περιπτώσεις για μικρές αποστάσεις. Η αρχή επί της… … Dictionary of Greek